Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2012

Σχόλιο του Τρίτου - Μ. Χατζιδάκης









"Όποιος δε φοβάται το πρόσωπο του τέρατος, πάει να πει ότι τού μοιάζει. Και η πιθανή προέκταση του αξιώματος είναι να συνηθίσουμε τη φρίκη, να μάς τρομάζει η ομορφιά.


Ο Φρανκεστάιν έγινε πόστερ και στολίζει το δωμάτιο ενός όμορφου αγοριού. Το αγόρι ονομάζεται Πινοσέτ ή Βιντέλα κι ολομόναχο χορεύει με πάθος ένα ταγκό ελλειπτικό. Δεν υπάρχει μουσική ούτε τραγουδιστής από κοντά, μονάχα ένας ρυθμός ατέλειωτος και αριθμοί. Χίλιοι, πεντακόσιοι, πέντε χιλιάδες, δέκα, εκατό χιλιάδες, αριθμοί όχι εντελώς αποσαφηνισμένοι των εξαφανισθέντων, βασανισθέντων και νεκρών. Και το ταγκό να συνεχίζεται, το δε ποδόσφαιρο στις φάσεις του να κόβει την αναπνοή εκατομμυρίων θεατών επί της γης. Εκατομμύρια περισσότεροι απ' όσους εννοούν να αντιδράσουνε στο τέρας και εξαφανίζονται μέσα σε χαντάκια, σε ρεματιές ή στις αγροτικές ερημιές.

Από την ώρα που ο Φρακενστάιν γίνεται στόλισμα νεανικού δωματίου, ο κόσμος προχωράει μαθηματικά στην εκμηδένισή του. Γιατί δεν είναι που σταμάτησε να φοβάται αλλά γιατί συνήθισενα φοβάται.
Κι εγώ με τη σειρά μου δε φοβάμαι τίποτα περισσότερο από το μυαλό της κότας. Απ' το να υποχρεωθώ να συνομιλήσω με μια κότα ή έναν σκύλο ή τέλος πάντων με ένα ζώο δυνατό που βρυχάται. Τί να τούς πω και πώς να τούς το πω; Και μήπως δεν είναι εξευτελισμός αν επιχειρήσω να μεταφράσω ή να καλύψω τις σκέψεις μου κάτω από φράσεις απλοϊκές και ηλίθια νοήματα για να καθησυχάσω τυχόν την καχυποψία μιας κότας που όμως έχει άνωθεν τοποθετηθεί για να μάς ελέγχει και να μάς καθοδηγεί;

Η υποταγή ή ο εθισμός, μια τέτοια συνύπαρξη ή συνδιαλλαγή δεν προκαλεί τον κίνδυνο της αφομοίωσης ή της λήθης του πώς πρέπει, του πως οφείλουμε να σκεφτόμαστε, να πράττουμε και να μιλάμε; Αλλά αναμφισβήτητα αφήσαμε να τό ανεχόμαστε και η ανοχή πολλαπλασιάζει τα ζώα στη δημόσια ζωή, τα ισχυροποιεί και τα βοηθά να συνθέσουν με ακρίβεια τη μορφή του τέρατος που προΐσταται ελέγχει και μάς κυβερνά.

Το τέρας σχηματίζεται από τα ζώα και από τους εχθρούς. Και ο εχθρός γεννιέται, δε γίνεται. Μάς παρακολουθεί από το σχολείο σαν ήμασταν παιδιά. Και επιζητεί τον εξαφανισμό μας.

Θα σάς θυμίσω μια συνομιλία τότε, μέσα στην τάξη του σχολείου: Μέ πλησιάζει ένας ψηλός συμμαθητής με ένα δυσάρεστο έκζεμα στο δέρμα του προσώπου του, στραβή τη μύτη και ξεθωριασμένα τα μαλλιά του, ακατάστατα. Ήταν η πρώτη μέρα της σχολικής χρονιάς. "Πώς λέγεσαι;", ρωτάει ενώ πλάι του είχαν σταθεί αμίλητοι δυο άλλοι, δικοί του φίλοι. "Βασίλης", τού απαντώ. "Και πού μένεις;", εκείνος εξακολουθεί. "Πάνω στο λόφο", τού λέω και τόν κοιτώ στα μάτια. Εκείνος χαμογέλασε και άφησε να φανούν τα χαλασμένα του δόντια. Μού λέει "Εγώ μένω στην απέναντι όχθη, είσαι λοιπόν εχθρός" και μού δίνει μια στο κεφάλι με το χέρι του που μέ πονά ακόμη τώρα σαν τό θυμηθώ. Τόν κοιτάζω έτοιμος να κλάψω μα συγκρατιέμαι. Αυτός σκάει στα γέλια και χάνεται. προς το παρόν, γιατί θα τόν ξαναδώ: εισπράκτορα, εκπαιδευτή στο στρατό, κλητήρα στο υπουργείο, αστυνόμο, μουσικό στην ορχήστρα, παπά στην ενορία, συγκάτοικο στην πολυκατοικία, γιατρό σε κρατικό νοσοκομείο και τέλος νεκροθάφτη όταν πετύχει να μέ θάψει.

Η μορφή του τέρατος είναι πολύχρωμη. Γυάλινες φωτεινές επιγραφές με ονόματα καλλιτεχνών, συλλόγων και εταιρειών αυτοκινήτων στοιβάζονται στην οπτική περιοχή των περαστικών που επιζητούν να σπάσουν τα πολύχρωμα λαμπιόνια για να μπουν μέσα, να προφυλαχτούν από τις κόρνες, τα νοσοκομειακά αυτοκίνητα και τις για πάντα ασύλληπτες υπερηχητικές μοτοσικλέτες.

Προχθές, έτσι για κέφι, αναποδογύρισα μια λεωφόρο ασφαλτοστρωμένη και τήν είδα πάνω μου να ξετυλίγεται επικίνδυνα προς την απόλυτη ερημιά της θάλασσας. Ζήτησα να επανέλθω στην ορθία μου στάση επί της λεωφόρου αλλά είχε ξημερώσει στο μεταξύ και η εφαρμογή του οδικού μας κώδικα δε μου επέτρεπε την επαναφορά της λεωφόρου στην αρχική της θέση. Έτσι η μεν λεωφόρος παρέμεινε μετέωρος κι εγώ επέστρεψα στο σπίτι μου πεζή. Το τέρας είχε αρχίσει να κυκλοφορεί. Οι οδοκαθαριστές αρχίζαν την παράστασή τους με έργα Σαίξπηρ, Σίλλερ και Αισχύλο, μια και ανήκουν δικαιωματικά στο υπουργείο πολιστισμού. Χορός από τραβεστί ψάλλει τα χωρικά του Θεοδωράκη και αποσύρεται εις τας μικράς οδούς χορεύοντας συρτάκι. Τουρίστες, γάλλοι, άγγλοι κι ελβετοί, παρακολουθούν κι ανατριχιάζουν μπρος σε αυτό το παραδοσιακό μας μεγαλείο και τρέχουνε στις τράπεζες να αλλάξουνε συνάλλαγμα. Το τέρας γίνεται γελοίο και κυκλοφορεί ανενόχλητο από ωδείο σε ωδείο. Η κλασσική μας μουσική γίνεται μαγειρείο και όλος ο κόσμος απαιτεί επιδόματα ειδικά απ' το δημόσιο ταμείο. Το ερώτημα περνά από τις ηλεκτρικές εφημερίδες της κεντρικής πλατείας: Πώς θα αντιδράσουμε και πώς δε θα συμβιβαστούμε με το τέρας;

Θυμάστε τι έγινε στην Ερωφίλη από την προηγούμενη φορά, ο κόσμος της είχε για βασικές αξίες το ήθος, την αλήθεια και την ομορφία. Και έτσι, όταν παρουσιαζόταν η μορφή ενός τέρατος, αναστάτωνε το κοινό αίσθημα εκ βαθέων και προκαλούσε απρόσμενη, άμεση και καθοριστική αντίδραση. Μόλις ο βασιλιάς έβγαλε το μανδύα του μεγαλείου του και το προσωπείο του αγαθού αρχηγού πατέρα και φάνηκε στο πρόσωπό του η μορφή του τέρατος με τον διαμελισμό του πανάρετου, ο χορός από γυναίκες ορμά πάνω του, τον ποδοπατά, τον θανατώνει και τόν εξαφανίζει. Αυτό σημαίνει πως ο χορός των γυναικών αυτών και δε φοβήθηκε αλλά και πως δε θα μπορούσε ποτέ να μοιάσει με το πρόσωπο του τέρατος".

Μάνος Χατζιδάκις.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου