Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2012

ΑΡΓΥΡΗΣ ΧΙΟΝΗΣ


ΒΡΟΧΗ
Σύννεφα
σκότωσαν τον ήλιο
κι ύστερα
κλάψαν το χαμό του.

ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ
Ήμουν ακόμα στην αρχή του δρόμου,
όταν μού περιγράψανε το τέλος του.
Προσπάθησα να τό ξεχάσω
για να συνεχίζω να βαδίζω,
όμως δε μπόρεσα.
Έτσι, έμεινα ακίνητος
ή, μάλλον, έφτασα στο τέλος
χωρίς να διανύσω την απόσταση.

α'
Είμαι χρόνος κι είμαι μές στο χρόνο
Είμ' ένα ρολόι κουρδισμένο ισόβια
Κι έχω ένα ρολόι να μετρώ το χρόνο
Να ρυθμίζω έτσι τη ζωή μου

ΕΙΝΑΙ ΔΥΟ ΑΝΘΡΩΠΟΙ, ο ένας με μαχαίρι, ο άλλο άοπλος.
Αυτός με το μαχαίρι λέει στον άλλον: "Θα σέ σκοτώσω".
"Μα γιατί", ρωτά ο άοπλος, "τί σού έχω κάνει; Πρώτη φορά βλεπόμαστε. Ούτε σέ ξέρω, ούτε μέ ξέρεις".
"Γι' αυτό ακριβώς θα σέ σκοτώσω. Αν γνωριζόμασταν, μπορεί να σ' αγαπούσα", λέει αυτός με το μαχαίρι.
"Ή και να μέ μισούσες", λέει ο άοπλος, "να μέ μισούσες τόσο που με χαρά μεγάλη θα μέ σκότωνες. Γιατί να στερηθείς μια τέτοια απόλαυση; Έλα να γνωριστούμε".
"Κι αν σ' αγαπήσω", επιμένει ο οπλισμένος, "αν σ' αγαπήσω, τί θα κάνει ετούτο το μαχαίρι;".
"Ω, μη φοβάσαι", λέει ο άοπλος, "σκοτώνει ακόμη κι η αγάπη. Και τότε είναι ακόμη πιο μεγάλη η απόλαυση".

ιθ'
Μην κλαίς
Δεν είναι τίποτα
Δεν είναι τίποτα
Η ζωή είναι
Θα περάσει

δ'
Δεν είναι το ύψος από κάτω μου
Αλλά το ύψος από πάνω μου που μέ τρομάζει
Αντίστροφος ίλιγγος.

ΧΙΙΙ
Φωτογραφικές μηχανές είσαστε
Θάλαμος σκοτεινός τα μέσα σας
Όπου προβάλλεται ανάποδα ο κόσμος

ΙΧ
Μια τρύπια τσέπη η ψηχή σας
Όλο για χαμένα αισθήματα μιλάτε

ΧΙ
Τα χαμόγελά σας μέ τρομάζουν
Μού θυμίζουν πόσο κοφτερά είναι τα δόντια σας

VI
Η ζωή έχει τους κανόνες της
Ο πόλεμος τα κανόνια του
Όλα κανονίζονται

VI
Δεν είμαι τίποτα
Είμαι αέρας στο στόμα σου
Είμαι μόνο
Η πιθανότητα μιας λέξης
Μέ προφέρεις και υπάρχω

ΤΡΙΖΟΝΙ
Κι όταν μάς βρήκε η νύχτα
να τραγουδάμε ακόμη
τις χαρές του ήλιου,
ζήλεψε
και μάς πετροβόλησε
μ' άστρα.

ΤΟ ΩΡΑΙΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ (μελοποιημένο από Χ. & Π. Κατσιμίχα)
Ήταν ωραίο αυτό το καλοκαίρι
ήταν ωραίο αλλά και επικίνδυνο

Μια κάτασπρη τουρίστρια τα 'φτιαξε με τον ήλιο
κοιμήθηκε μαζί του μέρες μήνες
σκούρυνε, αφομοιώθηκε απ' το τοπίο
τώρα οι δικοί της την αναζητούν μέσω του Ερυθρού Σταυρού

Ένας παππούς που έκανε αμμόλουτρα
ξεχάστηκε θαμμένος μες την άμμο
όταν τον θυμηθήκανε μετά από μέρες
σηκώσαν το καπέλο του, δεν ήταν από κάτω

Ένα παιδί δαρμένο έγινε αχινός
αν τους βαστάει τώρα ας με ξαναδείρουν, είπε
πήρανε ο μπαμπάς κι η μαμά μαχαίρι και πηρούνι
και χωρίς να τρυπηθούν, του φάγαν την καρδιά

Βαθιά, ένα καράβι έμενε ακίνητο
ακίνητο ένα καλοκαίρι
φυσούσαν άνεμοι, φουσκώναν τα πανιά
δεν έλεγε να φύγει, τι περίμενε, τι περίμενε
κανείς δεν ξέρει

Ήταν ωραίο αυτό το καλοκαίρι
ήταν ωραίο αλλά και επικίνδυνο
κανείς δεν ξέρει
ήταν ωραίο αυτό το καλοκαίρι
κανείς δεν ξέρει



Ο Χιόνης πέθανε φέτος, ανήμερα των Χριστουγέννων.
Τα τελευταία χρόνια ζούσε στο Θροφαρί Κορινθίας, καλλιεργώντας τον κηπάκο του και γράφοντας.


ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΕΝΑΝ ΙΣΩΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΙΟ ΚΟΝΤΙΝΟΥΣ ΟΣΟ ΚΑΙ ΜΑΚΡΙΝΟΥΣ, ΛΟΓΩ ΑΠΟΣΤΑΣΗΣ ΦΙΛΟΥΣ ΜΟΥ.
ΠΑΝΤΑ ΘΑ ΝΑΙ ΑΡΓΑ ΦΙΛΕ ΠΑΝΟ ΚΑΙ ΠΑΝΤΑ ΘΑ ΑΝΑΖΗΤΟΥΜΕ ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΗΔΗ ΕΧΕΙ ΧΑΘΕΙ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου