Δευτέρα 6 Ιουνίου 2011

ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΓΓΕΛΑΚΑΣ - Αφιέρωμα μέρος 2ο


Η συνέχεια του αφιερώματος βρίσκει τον Γιάννη Αγγελάκα να παίζει με τους επισκέπτες του αλλά και
ταυτόχρονα να πειραματίζεται με το Νίκο Βελιώτη σε απόκοσμους ήχους, προσωπικούς στίχους και εσωτερικές κραυγές δημιουργώντας έτσι έναν από τους καλύτερους και πιο προτότυπους δίσκους της καριέρας του.Οι δίσκοι "Από 'δώ και πάνω"αλλά και "Οι ανάσες των λύκων"και πιο μετά το "Πότε θα φτάσουμε Εδώ;"απέδειξαν πως ο Γιάννης δεν σταμάτησε να εξελίσσεται αλλά και με την ποιότητα των δίσκων αυτών σε υψηλά επίπεδα μιλάμε για άξιους συνεχιστές των κορυφαίων δίσκων που έκανε με τις Τρύπες.Πόσοι άραγε καλλιτέχνες μπορούν να το κάνουν αυτό;
2 βίντεο και μία συνέντευξη η απόδειξη των παραπάνω


Γιάννης Αγγελάκας 
Ημερομηνία: 24/11/2005
Κείμενο-Συνέντευξη: Μάκης Μηλάτος
Ο Μάκης Μηλάτος μίλησε στον πιο μεγάλο αντι-star της ελληνικής πραγματικότητας (από τεύχος του SONIK) που εμφανίζεται αυτό το Σάββατο, 26 και την Κυριακή, 27 Νοεμβρίου στο Gagarin 205 παρέα με την πολυπληθή παρέα των Επισκεπτών, με την οποία κυκλοφόρησε το εξαιρετικό album “Από ‘δω Και Πάνω”.
Ό,τι διαβάσετε από δω και κάτω είναι με αφορμή το Από Δω Και Πάνω.
Κάπως ακατάληπτο;
Λίγη υπομονή, στο τέλος θα καταλάβετε. Η αφορμή των συνεντεύξεών μου με τον Γιάννη είναι πάντα ένας δίσκος, αλλά τελικά μόνο για το δίσκο δε μιλάμε, γιατί ο Αγγελάκας είναι ένα άτομο με το οποίο μπορείς (και θέλεις) να μιλάς για κάθε θέμα της σύγχρονης πραγματικότητας, χωρίς να βαρεθείς ούτε στιγμή. Με ξεκάθαρες απόψεις, με στάση ζωής, με ηθική βάση, με συμπεριφορά αντιστάρ και με στιλ που θυμίζει άντρες άλλης εποχής. Σαν ρεμπέτης σε μια εποχή με disco-τσιφτετέλια ή σαν bluesman σε ένα περιβάλλον φλωροπόπ. Άλλωστε, η εικόνα του, καθώς κάθεται στην καρέκλα και τραγουδάει-απαγγέλλει τους στίχους του από τον πρόσφατο δίσκο Οι Aνάσες Tων Λύκων μπορεί να φέρει κάτι τέτοιο στο μυαλό, κι αυτή η αίσθηση ενισχύεται ακόμη περισσότερο από την παρουσία μπαγλαμά στον ήχο του καινούργιου του δίσκου αλλά και την εμφάνιση ρεμπέτικων δρόμων σε μερικά από τα καινούργια τραγούδια. Για να μην παρεξηγηθούν τα όσα γράφω, σπεύδω να διευκρινίσω πως δεν πρόκειται για ένα "λαϊκό" δίσκο αλλά για ένα rock album που δε διστάζει να ανοιχτεί και σε άλλες μουσικές περιοχές, και η αναφορά μου στο "ρεμπέτικο" στιλ του έχει να κάνει με το ότι είναι γνήσιος, cool, κάνει αυτό που θέλει κι όχι αυτό που πρέπει, έχει κώδικες συμπεριφοράς κι αξιοπρέπειας. Θέλω να πω πως είναι ένας ρεμπέτης με την ίδια έννοια που ο Nick Cave είναι ένας bluesman.
Ένας δίσκος τόσο ιδιαίτερος για την ελληνική πραγματικότητα, ένα πείραμα που έκανε με τον Νίκο Βελιώτη και σιγά-σιγά βρήκε τον τρόπο να συναντηθεί με το κοινό (παρότι τα έντυπα και, κυρίως, τα ραδιόφωνα εσίγησαν, διότι το album δεν είναι radio friendly, και ως γνωστόν οι παραγωγοί είναι πλέον φιμωμένοι σε όλους τους σταθμούς για να πάρουν πρωτοβουλία να το παίξουν από μόνοι τους, οι δε υπεύθυνοι προγράμματος είναι πολύ κότες για να πάρουν πρωτοβουλία να προωθήσουν έναν τέτοιο "βαρύ" δίσκο, και νοιάζονται περισσότερο για τη θεσούλα τους παρά για την ουσία της μουσικής). Άλλωστε, όπως έχουμε πει πολλές φορές, τα είκοσι τελευταία χρόνια οι εταιρείες κάνουν κυρίως λάθος εκτιμήσεις, έχοντας χάσει το στόχο. Αντί να πουλάνε μουσική, πουλάνε κοιλιακούς, sexy παρουσίες, image, τηλεοπτικούς μαϊντανούς, διάσημους των δεκαπέντε λεπτών, αγόρια με μυϊκές γραμμώσεις και άφωνα τσόλια. Αυτή, όμως, είναι μια άλλη κουβέντα. Ας επιστρέψουμε στον Γιάννη Αγγελάκα και την κουβέντα μας, που ξεκίνησε από μια συνέντευξη του Λουδοβίκου των Ανωγείων που διάβασα στο Ε της Ελευθεροτυπίας και μιλούσε για έναν εξαιρετικά εύστοχο στίχο του Γιάννη που αναφέρεται στον Χριστόδουλο και λέει: "Φύγε, διάολε, από μπροστά μου γιατί μου κρύβεις το Θεό", ένα στίχο που είχε προκαλέσει και τα ελληνοχριστιανικά ήθη της μαχητικής εφημερίδας (λέμε τώρα) Εspresso, η οποία είχε κάνει το θέμα πρωτοσέλιδο και είχε φιλοξενήσει δηλώσεις διάφορων θρησκόληπτων που ζητούσαν την κεφαλή του επί πίνακι. Έτσι, η κουβέντα μας ξεκινάει από τη θρησκεία...

- Πού υπάρχει αυτό το τραγούδι;

“Είναι σ' αυτό το δίσκο που κυκλοφορεί τώρα. Να διευκρινίσω πως δεν αναφέρεται μόνο στον Χριστόδουλο αλλά σε κάθε φανατικό της θρησκείας. Νομίζω πως ο κόσμος έχει χάσει τον τρόπο να σκέφτεται απλά. Υποτίθεται πως η θρησκεία είναι η δύναμη που ενώνει τους ανθρώπους κι εδώ έχουμε εκπροσώπους (υποτίθεται) του Θεού που κοιτάνε πώς θα φάνε τους υπόλοιπους, αυτούς που δεν πιστεύουν με τον ίδιο τρόπο ή τον ίδιο Θεό. Ζούμε σε μια παράλογη εποχή, όπου όλο το παιχνίδι παίζεται στις θρησκευτικές διαφορές.”
- Υποτίθεται πως το αντικείμενο της εκκλησίας είναι η πίστη και, τελικά, το μόνο με το οποίο δεν ασχολείται είναι αυτό. Η εξουσία, το μαγαζί, το μοίρασμα της πίττας...
“Πόσα πρόβατα είναι δικά μας, ποιος κοιτάει να μας φάει τα πρόβατά μας, κι όσα πρόβατα δεν είναι δικά μας καλύτερα να τα κάψουμε προκειμένου να τα έχει κάποιος άλλος. Δε νομίζω ότι μπορεί να αντέξει ο κόσμος να ζήσει με αυτό τον τρόπο. Ό,τι, δηλαδή, δε βαδίζει με τη δική μας λογική δεν αξίζει να υπάρχει. Μια φορά στο τόσο κάνουμε ένα βηματάκι μπροστά και έρχονται αυτές οι δυνάμεις και μας τραβάνε ένα χιλιόμετρο πίσω. Αν αυτό δεν είναι Μεσαίωνας, τότε τι είναι; Τότε που έγινε αυτή η ιστορία με την Εspresso, είχε βγει ένας θεολόγος κι έλεγε: "Να του κόψουμε τη γλώσσα".

- Θυμήθηκα, τώρα που το λες αυτό, κάτι που διάβασα στην εφημερίδα, για ένα φίλο του Bush, ευαγγελιστή ιεροκήρυκα, ο οποίος έλεγε για τον πρόεδρο της Βενεζουέλας, τον Chávez, που τους έχει μπει στο μάτι και πολύ τους τη σπάει επειδή δεν παίρνει γραμμή απ’ αυτούς, ότι πρέπει να βάλουν κάποιους να τον σκοτώσουν, για να τελειώνουν μ’ αυτό το τομάρι...
“Κι όλοι αυτοί θεωρούν πως ο αρχηγός της θρησκείας τους είναι ο Χριστός. Έχει χαθεί η μπάλα, όπως είχε χαθεί και παλιότερα δηλαδή, γιατί και η Ιερά Εξέταση στο Μεσαίωνα τι έκανε; Έκαιγε αυτούς που είχαν μια διαφορετική άποψη και φυλάκιζε τους επιστήμονες που έκαναν παρατηρήσεις κι έλεγαν αυτό που έβλεπαν.”
- Προσπαθώ να θυμηθώ μια ανάλογη περίοδο στη ζωή μου και δεν μπορώ. Θυμάσαι να έχεις ξαναζήσει κάτι τέτοιο, σαν αυτό που συμβαίνει τώρα;

“Όχι, ποτέ. Άλλωστε, τώρα κυριαρχεί μόνο η τηλεοπτική πραγματικότητα, που για πολλούς πια είναι η μόνη πραγματικότητα. Εμείς υπάρχουμε και κανένας άλλος, αυτή είναι η άποψη. Κι όμως είναι σαφές ότι όλο αυτό έχει να κάνει με τους μισούς Έλληνες, ίσως και λιγότερους, και τα παρουσιάζουν έτσι τα πράγματα που νομίζεις ότι πραγματικά αφορά τους πάντες. Σκίζει το τάδε serial, έχει τρομερή θεαματικότητα, το βλέπουν 1.500.000 άνθρωποι. Και τα υπόλοιπα 8.500.000 εκατομμύρια που δεν το βλέπουν; Λέγανε τότε με τη Eurovision ότι σάρωσε. Το 93% έβλεπε τη στιγμή της νίκης. Έτσι το παρουσίαζαν. Όταν, όμως, διάβαζες παρακάτω, έβλεπες πως αυτοί είναι 3.500.000 εκατομμύρια άνθρωποι. Και οι υπόλοιποι 6.500.000 εκατομμύρια που δεν το είδαν; Θα μας τρελάνουν;”
- Βλέπεις τηλεόραση;

“Είχα να δω μήνες κι άνοιξα προχτές. Φρίκαρα. Τρομερό είναι, αλλά αυτό το λέμε χρόνια και δε φαίνεται να έχει τέρμα. Σκάβουν οι άνθρωποι, δεν κάνουν αστεία. Σκάβουν κανονικά και πάτος δεν υπάρχει. Λέγαμε πριν από μερικά χρόνια, θυμάσαι, ότι πιάσαμε πάτο αλλά πού... Όλο και πιο βαθιά, όλο και πιο σκοτεινά, όλο και πιο χαοτικά.”
- Βλέπεις ότι θ’ αλλάξει κάποτε αυτό, έστω και στο μακρινό μέλλον;

“Γενικά είμαι αισιόδοξος. Δεν μπορώ να διανοηθώ ότι θα πάμε έτσι και χειρότερα. Δε γίνεται να το αποδεχτώ. Προσπαθώ, λοιπόν, να σκεφτώ διάφορα σενάρια. Όταν θα τελειώσει αυτό, σε 10 ή 30 χρόνια, δεν ξέρω πότε, τι θα έχει προηγηθεί; Πού θα μας οδηγήσει αυτό το σκάψιμο, αυτή η τηλεοπτική αισθητική, οι διαμάχες με τις θρησκείες και οι φονταμενταλιστές; Όλα αυτά μαζί είναι που θα πατήσουν το κουμπί για τις πυρηνικές βόμβες. Μια τέτοια εξέλιξη, βέβαια, θα οδηγήσει μετά σε κάτι. Αλλά δεν είναι κρίμα να συμβεί κάτι τέτοιο, να χαθούν τόσοι άνθρωποι, για να συμβεί μετά κάτι; Θα ήταν πολύ προτιμότερο να δημιουργηθεί ένα αντίπαλο δέος, ένα κίνημα αισθητικό, κοινωνικό, ταξικό, πολιτιστικό, κάτι, τέλος πάντων, που πιέζοντας θα φέρει τα πράγματα σε μία ισορροπία. Αυτό θα ήταν το ιδανικό σενάριο αλλά κι αυτό που έχει τις λιγότερες πιθανότητες. Το πιο πιθανό είναι ότι θα πληρώσουμε πάρα πολύ ακριβά αυτή την ανοησία μας. Θα μάθουμε, βέβαια, από αυτό αλλά θα πληρώσουμε πολύ ακριβά, για να πάμε κάπου άλλού.”
- Συμβαίνουν όλ’ αυτά που συζητάμε, αλλά η γενιά μας είναι στα πράγματα. Το περίμενες ότι μετά από τόση ιδεολογία, τόση αριστερή μαχητικότητα, τόσο rock και τόσα ιδανικά, η γενιά μας θα διαχειριζόταν αυτή την κατάσταση με αυτό τον τρόπο;

“Αν σκεφτείς ότι ο Clinton ήταν πρώην χίπης και στην Ελλάδα διάφοροι πρώην αριστεροί, αναρχικοί, τροτσκιστές είναι τώρα στις διάφορες θέσεις και κάποιες τέτοιες μούρες πουλάνε σταριλίκι στην τηλεόραση, σαν τον Μικρούτσικο, τον Θέμο Αναστασιάδη κι άλλους πολλούς, τι να πω; Είναι η γενιά του χάους. Προφανώς ήταν πάντα κυνικοί, αλλά έκαναν τους αριστερούς όταν έπρεπε κι όταν άρχισαν να μεγαλώνουν άνθισε και ο κυνισμός, έγινε πιο σίγουρος. Ξέρεις, όμως, είναι και το άλλο: Οι άνθρωποι κρίνονται όταν τους δοθεί πραγματικά η ευκαιρία. Όλοι λέμε: “Α! εγώ δεν πρόκειται ποτέ να το κάνω αυτό”, το θέμα είναι να δούμε τι θα πεις όταν πραγματικά υπάρξει η δυνατότητα και η προσφορά. Τι θα κάνεις όταν μπορείς να χωθείς... Νομίζω ότι όλες οι γενιές, λίγο-πολύ, έτσι είναι. Τι θα πει γενιά; Όσες φορές τα πράγματα πήγαιναν λίγο καλύτερα, κάποιες μοναχικές περσόνες ήταν που έκαναν κάτι γι’ αυτό. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το σύστημα, όταν δει ότι δεν μπορεί να τους πολεμήσει αλλιώς, τους αγκαλιάζει, π.χ. Σαββόπουλος, και η ορμή σβήνει, δεν είσαι πια επικίνδυνος. Η αντιπαράθεση αντικαθίσταται με δόξα, λεφτά και εξουσία.”
- Όσο σε αφορά, αισθάνεσαι να περιορίζεται αυτή η οργή και η επικινδυνότητα;

“Καθόλου. Όμως μπορώ τώρα να ελέγχω την οργή μου καλύτερα και να μετατρέπω τη δυναμική της σε δημιουργικότητα, σε θέσεις, σε αισθητική, σε στάση ζωής. Μου δίνει κουράγιο για να αντισταθώ.”
- Άρα η τέχνη είναι πολιτική, με αυτή την έννοια...

“Σίγουρα ναι, αλλά, με αυτή την έννοια, και τι δεν είναι... Από μικρός, όταν πρωτάρχισα να έρχομαι σε επαφή με την τέχνη, με τη μουσική κυρίως, αλλά και με το σινεμά και τη λογοτεχνία, με συγκινούσαν οι δημιουργοί και οι ήρωες που κουβάλαγαν ένα όραμα κάπως αιρετικό και που υπερασπίζονταν το έργο τους με την ίδια τους τη ζωή. Νομίζω πως αυτός ήταν κι ο λόγος που συγκινούμασταν τότε από τα "χρυσά χρόνια του rock 'n' roll". Δεν ήταν οι κιθάρες και ο θόρυβος. Ήταν η ιδεολογία, ο τρόπος ζωής, η αντίσταση, ο τρόπος που διαμόρφωνε τις παρέες, την αισθητική και τη ζωή στο δρόμο. Ακούγοντας ένα δίσκο ή διαβάζοντας ένα βιβλίο, καταλάβαινα πόσο βάθος πεδίου υπήρχε σ’ αυτό αλλά και πόση αντανάκλαση είχε ο δημιουργός αυτού του πράγματος στην καθημερινότητα του ακροατή. Αυτή η τέχνη με ενδιέφερε πάντα. Δεν ήμουν ποτέ εστέτ ή avant garde. Μπορούσα να μυριστώ την αγωνία για ελευθερία και την επιθυμία κάποιου να σπάσει τα κατεστημένα και τα ταμπού. Από το ρεμπέτικο μέχρι τις μπαλάντες του Dylan και την jazz των μαύρων, κι από τις ταινίες του Tarkovsky μέχρι τον Jarmusch. Δεν έχει σημασία που ο ένας μιλούσε με θρησκευτικότητα για τη ζωή κι ο άλλος με κυνισμό. Και οι δύο υποστήριζαν κάποια ουσία μέσα τους, που την εκφράζανε και με την περσόνα τους και με τον τρόπο ζωής τους. Σε αυτή την άποψη, είμαι σχεδόν δογματικός και ίσως να είμαι και λίγο πιο απόλυτος απ’ όσο θα ’πρεπε, στο τι ζητάω από αυτά τα πράγματα, αλλά αν αυτό ήταν μια εμμονή μου, μου ’κανε καλό. Ήταν ο μόνος τρόπος να πάρω δύναμη και να υποστηρίξω και τον τρόπο ζωής μου αλλά κι αυτό που ήθελα να κάνω στη μουσική.
- Μήπως έχουμε εμείς την εντύπωση ότι τότε υπήρχαν πολύ περισσότεροι άνθρωποι που είχαν αυτή τη στάση απ’ ό,τι τώρα, γιατί μεγαλώσαμε μαζί τους και πιστεύουμε ότι ο Dylan κι ο Tarkovsky το έκαναν κι ότι οι σημερινοί δεν το κάνουν; Νομίζεις ότι συμβαίνει στις μέρες μας;

“Σίγουρα συμβαίνει, πάντα θα συμβαίνει, απλώς τώρα γίνεται λιγότερο. Έτσι νομίζω τουλάχιστον, και μακάρι να κάνω λάθος και να διαψευστώ. Έχουν, όμως, τόσο πολύ επιταχυνθεί οι ρυθμοί, η καταναλωτική διαδικασία, ο τρόπος που διακινείται ένας δίσκος ή μια ταινία που δε βοηθάνε. Έχουν όλα μπει σε μια χρηματοοικονομική διαδικασία που είναι επικίνδυνο να αιχμαλωτίσει ακόμη κι αυτούς που έχουν φαντασία και δημιουργικότητα. Ένας εξαντλητικός ρυθμός... Δημιουργούμε, δίνουμε, φεύγουμε... Παίζουμε, χτυπάμε, φεύγουμε... Από την άλλη, η ίδια η κοινωνία δείχνει να είναι πιο μοναχική. Αλλιώς ήταν παλιά η ατμόσφαιρα στις συναυλίες. Τώρα και το κοινό πηγαίνει ως πιο συνειδητοποιημένος καταναλωτής να καταναλώσει μια μουσική, αλλά και ο μουσικός βγαίνει με την άποψη ότι έχει ένα προϊόν που το προσφέρει για κατανάλωση. Μάλιστα, με τις συνθήκες που επικρατούν σήμερα, μπορώ να πω πως αυτή είναι η καλύτερη περίπτωση, γιατί πολύ συχνά πια βλέπω ακροατές που υποκρίνονται ότι ακούνε μουσική στις συναυλίες και αντίστοιχα μουσικούς που υποκρίνονται ότι παίζουν. Με τρομάζει μερικές φορές αυτό. Σαν να πήραμε φόρα και τρέχουμε για να γίνονται συναυλίες. Και οι συναυλίες έχουν ακροατήρια και μουσικούς. Εκεί όμως τελειώνει το πράγμα. Αυτό το βλέπω πια να γίνεται και στις rock συναυλίες, δυστυχώς. Καλά, για το "έντεχνο" ελληνικό και το pop δεν το συζητώ. Βλέπεις το ακροατήριο να ενθουσιάζεται και να χειροκροτεί και προσπαθείς να βρεις το λόγο που γίνεται αυτό. Αναρωτιέσαι τι παίρνει απ' αυτό και χειροκροτάει. Κι αν προσέξεις, θα δεις ότι ούτε οι μουσικοί δεν το πιστεύουν καλά-καλά ότι τους χειροκροτάνε. Φαίνεται πως αναρωτιούνται μέσα τους: "Τι γίνεται τώρα; Παίζουμε; Χειροκροτάνε; Συμβαίνει κάτι;" Κι αυτό φυσικά φαίνεται και στις παραγωγές. Βάζεις σπίτι σου να ακούσεις καινούργιους δίσκους και δε βγαίνει από τα ηχεία καμία ορμή, καμία ανάγκη επικοινωνίας, παρά μόνο (στην καλύτερη περίπτωση) αξιοπρεπή προϊόντα για αξιοπρεπείς καταναλωτές. Αυτό όμως είναι περιορισμός της μουσικής.”
- Υπάρχει αντίλογος σε αυτή την πραγματικότητα; Υπάρχει, δηλαδή, ένα κοινό που δεν αποδέχεται την τηλεοπτική πραγματικότητα και δημιουργοί που λειτουργούν έξω από αυτό το πλαίσιο;

“Φυσικά και υπάρχουν. Νομίζω ότι ο μισός πληθυσμός είναι φρικαρισμένος από αυτό το σκηνικό και ψάχνεται να δει πώς θα τη βγάλει, πού θα πάει. Δε θα ξεχάσω πέρσι που παίζαμε στο Βύρωνα με τον Θανάση Παπακωνσταντίνου, τη βραδιά του τελικού του Fame Story. Ήταν εκεί 6.000 άνθρωποι, οι οποίοι έκαναν κάτι διαφορετικό από αυτό που υποτίθεται πως έκανε όλη η Ελλάδα. Αυτό δεν είναι αντίλογος;”
- Καθώς περνάνε τα χρόνια, διαπιστώνεις να σου τελειώνει λίγο η όρεξη και η ενέργεια; Να βαριέσαι, να μην έχεις και πολλή όρεξη, να αισθάνεσαι κάπως χορτασμένος;

“Καθόλου, καθόλου... Με παραξενεύει, μάλιστα, που τα τελευταία χρόνια έχω πολλή όρεξη, δουλεύω πιο οργανωμένα και περισσότερο. Άλλωστε, αυτός ο δίσκος χρειάστηκε τρία χρόνια προετοιμασίας και συντονισμό δεκαπέντε μουσικών. Δεν είναι εύκολο να το κάνεις αν δεν έχεις όρεξη και ενέργεια. Αν διαπίστωνα ότι μου έχει τελειώσει θα το σταμάταγα μόνος μου. Όμως, όταν κάναμε τον τελευταίο μας δίσκο με τις Τρύπες (που ήξερα ότι ήταν ο τελευταίος) άρχισε να μου ανοίγεται ένας καινούργιος δρόμος και μουσικά και στιχουργικά, που ήθελα να ακολουθήσω αλλά έβλεπα πως με το group δε γινόταν πια γιατί η επικοινωνία μας είχε κουραστεί και γιατί μερικά από τα παιδιά δεν είχαν πια τον απαιτούμενο χρόνο για να πάμε κάπου άλλου. Άρχισα, λοιπόν, τότε να ψάχνω μουσικούς και να δουλεύω πάνω σ’ αυτή την ιδέα που έχει μνήμες από το παρελθόν αλλά ταυτόχρονα είναι και τωρινή και περιλαμβάνει ευγνωμοσύνη για τη ζωή και για όσα μας έχει προσφέρει. Δουλέψαμε σκληρά και για πολύ καιρό. Δεν είναι εύκολο να συντονιστούν δεκαπέντε άτομα και να δώσουν ο καθένας αυτό που είχε, γιατί δεν το ’κανα μόνος μου. Όλοι έπαιξαν, όλοι είχαν ιδέες. Για τις Ανάσες των λύκων και για το Από δω και πάνω δουλεύω τέσσερα χρόνια. Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό αν είσαι χορτασμένος ή κουρασμένος.”
- Όλοι λένε πως είναι έτοιμοι να τα παρατήσουν μόλις φτάσει η ώρα, αλλά τις περισσότερες φορές βλέπω πως αυτοδιαψεύδονται. Ελάχιστοι καλλιτέχνες αποσύρονται όταν πρέπει. Οι περισσότεροι σέρνονται μέχρι η ίδια η πραγματικότητα να τους πετάξει έξω. Είσαι προετοιμασμένος γι’ αυτό;

“Είμαι απολύτως έτοιμος και μάλιστα το έχω οργανώσει έτσι ώστε να μπορώ να το κάνω. Το μόνο μου περιουσιακό στοιχείο απ’ όλα αυτά τα χρόνια δουλειάς είναι ένα σπίτι που έχω στην Επανωμή. Εκεί κάναμε και τις πρόβες για τους δίσκους. Μπορώ, λοιπόν, να πουλήσω αυτό το σπίτι και με τα λεφτά που θα πάρω μπορώ να ζήσω το υπόλοιπο της ζωής μου στην Κρήτη που μ’ αρέσει τόσο πολύ. Και να σου πω την αλήθεια, με γλυκαίνει κιόλας η ιδέα πως κάποια στιγμή μπορώ να αποσυρθώ και να ζήσω μακριά απ’ όλα αυτά. Η σιγουριά ότι μπορώ να το κάνω κι ότι έχω τον τρόπο και τη δυνατότητα μου εξασφαλίζει την αξιοπρέπειά μου, τη δυνατότητα να κάνω μόνο αυτό που θέλω, τη χαρά να συνεργάζομαι με μουσικούς για να γίνουν πράγματα.”



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου