Ἔρημος σὰν τὴ βροχή
Διαβαίνω ἀγιάτρευτος μέσ᾿ στ᾿ ὄνειρό μου
σὲ δίχτυ μόνος της πρώτης σιωπῆς
ἔδειξα τὰ πτηνὰ διχάζεται ὁ δρόμος
ἡ ἀλήθεια φαρδαίνει πάντα τὴν ὁρμή.
Κ᾿ ἡ μοῖρα τῶν ἄστρων
θὰ εἶναι τέφρα θὰ εἶναι μία μεγάλη πυρικὴ
τώρα μαθαίνω τὸ αἷμα μου
δίχως τοὺς δροσεροὺς ὑάκινθους
τώρα σὲ βλέπω δρόμε τοῦ καλoῦ σὰν εἰδοποίηση
μὲ κρίνους
ἔχοντας τὸ σακούλι τ᾿ ἀναστεναγμοῦ
κι ὅλο πηγαίνω
πηγαίνω
στὶς
πηγές.
Εἰκόνα
Γυρίζει μόνος
στὰ χείλη του παντάνασσα σιωπὴ
συνέχεια τῶν πουλιῶν τὰ μαλλιά του.
Ὠχρὸς
μὲ βουλιαγμένα ὄνειρα κι ἀνέγγιχτος
νερὸ τρεχάμενο στὰ ρεῖθρα, ὠχρὸς
ἕλληνας.
Πάντα ὁ δρόμος μέσ᾿ στὰ μάτια του
κ᾿ ἡ λάμψη ἀπ᾿ τὴ φωτιὰ
ποὺ καταλύει
τὴ νύχτα.
Γυρίζει μόνος
στὰ χέρια τοῦ κλαδὶ ἀπὸ ἐλιὰ
γεμάτος πόνο χάνεται στὰ δειλινὰ
αἰσθάνεται
πὼς ὅλα χάθηκαν.
Μὴν τοῦ μιλᾶτε εἶναι ἄνεργος
τὰ χέρια στὶς τσέπες του
σὰν δυὸ χειροβομβίδες.
Μὴν τοῦ μιλᾶτε δὲ μιλοῦν στοὺς καθρέφτες.
Ἄνθη τῆς λεμονιᾶς
λουλούδια τοῦ ἀνέμου
στεφάνωσέ τον Ἄνοιξη
τὸν κλώθει ὁ θάνατος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου