την κυριακή, είπα, θα βγω, θα μπλέξω με κάτι που σέ κάνει επιτέλους θύμηση ανθρώπου για λίγο, που δίνει νόημα στο πρώτο ενικό πρόσωπο κι ας μην είναι δικό σου, κι ας είναι πληθυντικό τελικά. ξεκίνησα να πάω στο θέατρο. μια βασανισμένη αργοπορία, χωρίς λόγο, άστοχη μέσα στα αστικά στίφη, μέ έφερε εκεί όταν η πόρτα ήταν ήδη κλειστή, παρά την όλη ζάλη της πιεσμένης ταχύτητας που πήρε το αμάξι. άστοχη η όλη πορεία δηλαδή κι άκαρπος ο χρόνος μου; ωραίο το φεγγάρι πλάι στις πολυκατοικίες, καμμιά φορά τό βλέπω και μέσα τους, μέσα από τις μπαλκονόπορτες, να παγώνει τις μικρές σφηνωμένες ζωές με το φως του μόνο. για ώρα μετά περπατούσα κοιτώντας τις άκρες του παλτό μου. ντρεπόμουν τους ανθρώπους και θύμωνα με τον άνθρωπο. κεφάλι τέρμα σκυφτό από βαρύδια βλακείας αλλά βλέμμα απόλυτα ευθύ εμπρός, σα δυο αιχμές παράταιρες στο διηνεκές του χώρου. μετά από δίωρη περιφορά, να δείχνομαι στο ντόπιο πληθυσμό σα λάφηρο σε κατοπινή, λανθασμένη στιγμή -ευτυχώς πάντα αστείος- έφτασα πάλι στο θέατρο, για την παράσταση των δέκα αυτή τη φορά. η μέρα έπρεπε να έχει σκοπό, ίσως και ένα εμμελές φινάλε πριν μέ βρει στη νεα βδομάδα που θα θύμιζε σα καθρέφτης την προηγούμενη και θα μέ έκανε δαιμόνιο μάντη της επόμενης. στο ταμείο έβγαλα την κάρτα ανεργίας νευρικά, συγκρατημένα, έτσι που να τη βλέπω μόνο εγώ, ακυρώνοντας ο ίδιος την ισχύ της. βλέπεις, το θεμέλιο κάθε θρασύδειλου είναι η εσωστρεφής ντροπή για τα δικά του αποφασισμένα και πεπραγμένα. είναι ωραίο να γυρίζεις σπίτι με ψιμύθιο στην όψη και την κράση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου