Σάββατο 29 Ιουνίου 2013

Γιώργος Σεφέρης - Les anges sont blancs


Les anges sont blancs

Στον Henry Miller
Tout à coup Louis cessa de frotter ses jambes l’une contre
l’autre et dit d’une voix lente: «Les anges sont blancs». *

BALZAC
Όπως ο ναύτης στα ξάρτια γλίστρησε πάνω στον τροπικό του Καρκίνου και στον τροπικό του Αιγόκερωκι ήταν πολύ φυσικό που δεν μπορούσε να σταματήσει μπροστά μας στο ύψος ανθρώπουαλλά μας κοίταζε όλους από το ύψος της πυγολαμπίδας ή από το ύψος του πεύκουπαίρνοντας βαθιά την ανάσα του στη δροσιά των άστρων ή στη σκόνη της γης.5Τον περιστοίχιζαν γυμνές γυναίκες με μπρούντζινα φύλλα αραποσυκιάςσβησμένοι φανοστάτες ανεμίζοντας τους κηλιδωμένους επίδεσμους της μεγάλης πολιτείαςασύμμετρα κορμιά γεννοβολώντας κενταύρους και αμαζόνεςσαν άγγιζαν τα μαλλιά τους το Γαλαξία.
Και πέρασαν μέρες από την πρώτη στιγμή που μας χαιρέτησε βγάζοντας κι ακουμπώντας το κεφάλι του στο σιδερένιο τραπεζάκι
10καθώς η όψη της Πολωνίας άλλαζε σχήμα σα μελανιά που την πίνει το στουπόχαρτοκαι ταξιδεύαμε ανάμεσα σ’ ακρογιαλιές νησιών γυμνές σαν κόκαλο ψαριού παράξενο στην άμμοκι ήταν ολάκερος ο ουρανός ένα μεγάλο φτερό περιστεριού μ’ ένα ρυθμό σιωπής, άδειος κάτασπροςκαι τα δελφίνια κάτω από το χρωματιστό νερό μαυρίζανε γρήγορα σαν τα κινήματα της ψυχήςόμοια με τα κινήματα της φαντασίας και με τα χέρια των ανθρώπων που ψηλαφούν και σκοτώνουνται μέσα στον ύπνομέσα στο μεγάλο φλούδι του ύπνου που μας τυλίγει αχάραχτο, κοινό για όλους μας,15ο κοινός μας τάφοςμε μικροσκοπικά κρύσταλλα γυαλίζοντας σπασμένα από την κίνηση των ερπετών.Κι όμως τα πάντα ήταν λευκά γιατί ο μεγάλος ύπνος είναι λευκός κι ο μεγάλος θάνατοςήσυχος γαλήνιος ξεχωριστός μέσα σε μια απέραντη σιγή.Και το κακάρισμα της φραγκόκοτας την αυγή κι ο κόκορας που λάλησε πέφτοντας σ’ ένα βαθύ πηγάδι20κι η φωτιά στο πλάι του βουνού σηκώνοντας παλάμες από σούρφανο και φύλλα του φθινοπώρουκαι το καράβι με τις διχαλωτές ωμοπλάτες πιο τρυφερές από το πλάγιασμα της πρώτης μας αγάπης,ήτανε πράγματα απομονωμένα πιότερο ακόμη κι από το ποίημαπου άφησες σαν έπεσες βαρύς μαζί με την τελευταία του λέξηχωρίς να ξέρεις τίποτε πια μέσα στους άσπρους βολβούς των τυφλών και τα σεντόνια25που ξεδιπλώνεις μέσα στον πυρετό για να σκεπάσεις την καθημερινή συνοδείατων όντων που δε ματώνουν όσο και να χτυπιούνται με τα πελέκια και με τα νύχια·ήτανε πράγματα χωριστά βαλμένα αλλού και τα σκαλιά του ασβέστηκατέβαιναν ώς το κατώφλι των περασμένων και βρίσκανε τη σιγή και δεν άνοιγε η πόρτακι έλεγες πως οι φίλοι σου χτυπούσαν δυνατά με μια μεγάλη απόγνωση κι ήσουν κι εσύ μαζί τους30αλλά δεν άκουγες τίποτε κι ανέβαιναν γύρω σου βουβά δελφίνια μέσα στα φύκια.Και στύλωνες πάλι τα μάτια κι ο άνθρωπος αυτός με τα δαγκώματα των τροπικών στο δέρμαβάζοντας τα μαύρα του γυαλιά σα να ’θελε να δουλέψει με τη φλόγα του οξυγόνουέλεγε ταπεινά προσέχοντας και σταματώντας στην κάθε του λέξη:«Οι άγγελοι είναι λευκοί πυρωμένοι λευκοί και το μάτι μαραίνεται που θα τους αντικρίσει35και δεν υπάρχει άλλος τρόπος πρέπει να γίνεις σαν την πέτρα όταν γυρεύεις τη συναναστροφή τουςκι όταν γυρεύεις το θαύμα πρέπει να σπείρεις το αίμα σου στις οχτώ γωνιές των ανέμωνγιατί το θαύμα δεν είναι πουθενά παρά κυκλοφορεί μέσα στις φλέβες του ανθρώπου».
Ύδρα – Αθήνα, Νοέμβρης 1939

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου