Είμαι μέτριος άνθρωπος. Όχι μέσος, μέτριος. Ο μέσος κατορθώνει να ισορροπεί, κρατά ίσες αποστάσεις, δεν ξακρίζει, δεν προκαλεί τύχη, ατυχία και περίγυρο, φοβάται.
Έχει επίσης συχνά συνείδηση του μέσου του και, φυσικά, του πλήθους στο οποίο ανήκει. Ένας μέτριος άνθρωπος όμως απέχει παρασάγγας: οι βουλές του είναι αποδείξεις ανασφάλειας, οι πράξεις του άσκοπες ενδείξεις χωρίς κανένα αντικείμενο. Καμουφλάρει τη μετριότητά του σε πλασματικά τοπία -ο εαυτός του είναι το τοπίο του, κάνει πρωτεύουσα την εικόνα του την οποία και περιφέρει στις επαρχιακές πανηγύρεις του. Χρησιμοποιεί τους τρίτους γνωρίζοντας ότι είναι τέταρτος, τραγικός και μη-ήρωας. Ως τέταρτος παραμυθιάζεται, υπερέχει μόνον ως προς τη βλακεία αλλά, παρ' όλα αυτά, δαφνοστεφανώνει εαυτόν ξανά ως τέταρτο αλλά τώρα δίχως τους άλλους τρεις να προηγούνται.
Ο μέτριος παίζει στα δάχτυλα τις μικρές απάτες -οι μεγάλες απαιτούν πιο ακριβά τεχνάσματα. Μασκοφορεμένος δεξιοτέχνης, πηγαινοφέρνει φίλους και γνωστούς με τις γερές πετονιές του, αγνοεί με βουβό στόμφο και τέλος έρχεται πίσω να επιδείξει τα πρόσφατα τιμαλφή του που όλοι τού χάρισαν ερήμην. Ο περίγυρος του μετρίου είναι αξιολύπητος γιατί υποφέρει περισσότερο απ' όσο τέρπεται μέσα στη χρήση που τού ορίζει ο πρώτος. Η συνειδητοποίηση όμως ακόμη και αυτής της αλήθειας επιβεβαιώνει την έπαρση του μέτριου ατόμου εφόσον παραδέχεται την επίδραση που δύναται να ασκήσει σε άλλους˙ η αρνητική είναι και πιο αξιόλογη μάλιστα, επίδραση πιο επιθυμητή. Τρέφεται από την έπαρση, ρουφά αέρα χωρίς οξυγόνο μέσα από αυτό το αβάσιμο και αδικαιολόγητο συναίσθημα. Εν αντιθέσει με τον μέτριο, ο μέσος άνθρωπος δε γνωρίζει καν τη δράση της έπαρσης, το όπλο και τα πυρά της. Κι όσο ο μέτριος συρρικνώνεται επιδεικτικά κι αντίστροφα, η έπαρσή του διογκώνεται επιθετικά και αναίτια˙ ψευδής προστασία.
Μέσα στην κούφια μετριότητά του είναι ένοχος. Ένοχος της ίδιας της μετριότητας που αποβαίνει πληγή. Οι ενοχές του, ούσες κατασπαρακτικές, επεκτείνονται στρατιωτικά και εκρήγνυνται πάνω στον περίγυρο. Και αυτός αδυνατεί να μετριάσει τις ενοχές του, ενοχές που τόν κατοικούν σίγουρα εντόνως αλλά προσωρινά. Τότε επιδεικνύει μια λαμπρή πλευρά -σαν από ανάγκη- που τού φουσκώνει το ευεργετικό στήθος. Μετά όπισθεν.
Ένας μέτριος ξέρει ότι η καλή πλευρά του δεν υστερεί. Έχει όμως έναν εγωισμό δυνάστη που σε αυτόν υπακούει και σε αυτόν εναποθέτει ελεύθερα τη βαρύτητά του. Μόνο τούτος˙ πρώτα το εγώ -πάντα αμετρίαστο κι αμέτρητο- κι έπειτα η ύπαρξή του. Έτσι κρύβεται, θάβεται ο καλός εαυτός. Και γίνεται ένα θέαμα ο μέτριος άνθρωπος πατώντας στο χώμα του. Ένα θέαμα σαφώς μέτριο, βαρετό μα εκκωφαντικό, σαν την ανασφάλειά του, σαν την εικονική του έπαρση, την αυτοτραφή. Κι έχει επίσης την ψευδαίσθηση της μοναδικότητας, αρνείται το συσχετισμό του με οποιοδήποτε μικρό ή μεγάλο πλήθος -κατά τη γνώμη του η μονάδα του ξεχωρίζει και δεν ταυτίζεται με καμμία ομάδα. Ακριβώς σα να μην υπάρχουν άλλοι μέτριοι. Η ψευδαίσθηση τούτη παράγει μια μοναδικότητα που δεν πατά πουθενά -ούτε καν σε κείνο το χώμα ταφής- που δε φαίνεται κάπου. Αυτή η τόσο ανύπαρκτης ύλης μοναδικότητα μπουκώνει το εγώ του ώσπου να φάει τον εαυτό του. Σαρκοφάγος ο μέτριος άνθρωπος, με εξωφρενική -είτε εσωτερική είτε εξωτερική αλλά πάντα εξωφρενική- πείνα και ιδεατές καννιβαλιστικές βλέψεις.
Σα να είναι αιώνια η κατρακύλα του, σα να τραβιέται κι άλλο, υπερθετικά στον επιθετικό και "επιθετικό" προσδιορισμό του. Όταν αποφασίζει την παραδοχή του, ο υπερθετικός βαθμός γίνεται τρομακτικός βαθμός. Είμαι πολύ μέτριος άννθρωπος.
Δεν έχει (έχω) έλεος για κανέναν˙ ούτε για τον ίδιο αφού αποξενώνεται τόσο από κάθε είδους ύπαρξη που τελικώς αγνοεί και τον ίδιο εαυτό του ακόμη. Δημιουργεί συμπάθειες και αυνανίζεται ως ανάδρομος νικητής. Είναι τραγικός γνώστης, έστω ενδόμυχα, της κατάστασής του, και το ακτινοβολεί στους ομοίους του. Δε μπορεί μόνος του ο μέτριος, δε μπορεί με άλλους ο μέτριος, ο μέτριος είναι άλλος. Επί μάτην αναζητά μονίμως το απόν˙καθετί παρόν αδυνατεί να σταθεί στη μετριότητά του, τυφλώνεται, ταλαντεύεται μεταξύ άκρων που τόν ορίζουν. Διότι εξακόντισε τα ακραία σημεία στα οποία πατούσε σε τέτοια απόσταση που, ηλιθιωδώς εκουσίως, κατέληξε πακτωμένος στο ενδιάμεσο πουθενά του. Μετέωρος ακροβάτης.
Ένας μέτριος εγκέφαλος καταλαμβάνεται διαρκώς από μέτριες σκέψεις, σκέψεις που δεν έχουν υπόσταση ούτε απεύθυνση ούτε λόγο περιπλάνησης παρά μόνον αναλώνουν χρόνο και προσωπικό χώρο. Το βάρος της μετριότητας είναι μηδενικό και το πλήθος της άπειρο. Έτσι, ο φορέας της μοιραία αδυνατεί να βουτήξει σε βάθη και καταδικάζεται να επιπλέει στην επιφάνεια. Ο μέτριος άνθρωπος είναι ο ίδιος η επιφάνεια, είναι ο ίδιος μια επιφάνεια, δεν είναι διόλου επιφανής παρά μόνον όταν οριοθετείται ο ίδιος. Και κυριαρχείται από την επιφάνειά του, λούζεται την επιφάνειά του και καταλήγει -μαντέψτε!- επιφανειακός. Τα βάθη του φαίνονται σκληρά, απρόσιτα, αχρείαστα, για άλλους.
Επαίρεται κατά την πτώση. Μετρά τις αποστάσεις του απ' όσους τον περιβάλλουν˙ όχι για να διατηρήσει το μέτρο αλλά για μια μετριασμένη ασφάλεια: ηθική, ψυχολογική, χωρική. Όταν χαθεί η ασφάλεια όμως, έρχεται εκείνη η ανασφάλεια κι ο μέτριος άνθρωπος θα τιμωρήσει όχι για να σωφρονίσει το φταίχτη της απώλειας αλλά γιατί αναγνωρίζει ότι τα πταίσματα τού ανήκουν ως λάφηρα χωρίς όμως να τό ενστερνίζεται. Οι άλλοι είναι πάλι εκεί για να δεχτούν μικρά χτυπήματα χωρίς παράπονο, απλά αθύρματα της μετριότητάς του. Καταλήγει να μοιάζει με θρασίμι, από μεριά σε μεριά, επαίτης προσοχής και απουσίας.
Είμαι ο μέτριος άνθρωπος. Έλα μαζί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου