Κι επειδή τα οικονομικά μου πήγαιναν όλο και στο
χειρότερο, άρχισα να γίνομαι εφευρετικός: κατέβαινα,
λόγου χάρη, στο υπόγειο όπου βρισκόταν ένα παλιό
χαλασμένο ρολόι, το έβαζα στην πιο κρίσιμη ώρα και
περίμενα - κι ας είναι ευλογημένο τ' όνομα του Θεού, ποτέ
δεν έπεσα έξω, ύστερα, υπερήφανος, πήγαινα στο οινομαγειρείο,
όπου ο ατμός απ' τις κατσαρόλες με γέμιζε
θρησκευτικές σκέψεις, συνωστιζόταν ο φτωχόκοσμος, μέθυσοι
με ποδοπατημένα καπέλα, λόγια χιλιοειπωμένα, σαν
τις εποχές, ώσπου, τέλος, πιωμένος, έπαιρνα από πίσω
κάποιον απ' τους νεκρούς μου κι έτσι έβρισκα πάντα το
σπίτι μου...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου